μαιμῶ

μαιμῶ
μαιμάω
to be very eager
pres imperat mp 2nd sg (epic)
μαιμάω
to be very eager
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
μαιμάω
to be very eager
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
μαιμάω
to be very eager
imperf ind mp 2nd sg (epic)
μαιμάζω
fut ind act 1st sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαιμώ — μαιμῶ, άω, (Α) 1. επιθυμώ σφοδρά, λαχταρώ («μέμησε δὲ oἱ φίλον ἧτορ», Ομ. Ιλ.) 2. κινούμαι ορμητικά, μαίνομαι («μαιμᾷ πέλας... δίπος ὄφις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαι μά ω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *mē «επιθυμώ σφοδρά» και εμφανίζει επιτατικό… …   Dictionary of Greek

  • μαιμάζω — (Α) μαιμώ* («ἡ ὄρεξις ὥσπερ ἔτι, λιμώττουσα μαιμάζει», Φιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαιμῶ* κατά τα ρ. σε ζω] …   Dictionary of Greek

  • μαιμώσσω — (Α) επιθυμώ σφοδρά, μαιμώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαιμῶ, που εμφανίζει επίθημα ώσσω, ρημάτων δηλωτικών ασθένειας (πρβλ. λιμ ώσσω)] …   Dictionary of Greek

  • αναμαιμάω — ἀναμαιμάω (Α) (για φωτιά) επεκτείνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μαιμῶ «μαίνομαι, κινούμαι ορμητικά»] …   Dictionary of Greek

  • μαιμάσσω — (AM) 1. μαιμώ* 2. προκαλώ τρόμο σε κάποιον, τρομάζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαιμάω* που εμφανίζει επίθημα (ά)σσω (πρβλ. λαιμ άσσω)] …   Dictionary of Greek

  • μαιμάχης — (Α) (κατά τον Ζωναρά) «ὑβριστής». [ΕΤΥΜΟΛ. < μαιμῶ, με ανερμήνευτο δασύ φθόγγο] …   Dictionary of Greek

  • μώμαι — μῶμαι, άομαι (Α) (ποιητ. τ. τού μαίομαι*) 1. ποθώ, επιζητώ 2. μελετώ, έχω σκοπό, προτίθεμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει πιθ. την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα (* mō ) τής ΙΕ ρίζας *me «επιθυμώ σφοδρά» και συνδέεται με τα ρ. μαίομαι και μαιμῶ, άω… …   Dictionary of Greek

  • περιμαιμώ — άω, Α 1. αναζητώ κάτι κοιτώντας ολόγυρα 2. αναζητώ επίμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μαιμῶ «επιθυμώ, λαχταρώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”